- άπελπις
- ἄπελπις (-ιδος), ο, ηαυτός για τον οποίο δεν υπάρχει ελπίδα, δεν ελπίζεται καλή έκβαση («άπελπις προσπάθεια», «διεξάγουν άπελπιν αγώνα»).[ΕΤΥΜΟΛ. < απελπίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Ν. Κοντόπουλου].
Dictionary of Greek. 2013.